Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η λοταρία

  • 1 лотерея

    лотерея ж η λοταρία· το λαχείο (тж. билет)* выиграть в \лотереяю κερδίζω το λαχείο
    * * *
    ж
    η λοταρία; το λαχείο (тк. билет)

    вы́играть в лотере́яю — κερδίζω το λαχείο

    Русско-греческий словарь > лотерея

  • 2 лотерея

    лотер||ея
    ж τό λαχεῖο[ν], ἡ λοταρία.

    Русско-новогреческий словарь > лотерея

  • 3 разыграть

    разыграть
    сов, разыгрывать несов 1· (пьесу, роль и т. п.) παίζω, διαδραματίζω, ὑποκρίνομαι·
    2. (выигрыш и т. п.) κληρώνω, βάζω στον κλήρο, ἐκκυβεύω (по жребию)/ βάζω σέ λοταρία (в лотерею)·
    3. (поднимать на смех) разг κοροϊδεύω, κάνω περἰγελο, παίρνω στό ψηλό, ἐμπαίζω, περιγελώ.

    Русско-новогреческий словарь > разыграть

  • 4 выигрыш

    α.
    1. κέρδος• λαχείο• λοταρία, λότος, τυχερό παιγνίδι.
    2. όφελος, ωφέλημα, πλεονέκτημα•

    какой мне -? τι το όφελος μου;

    3. νίκη•

    добыться -а κερδίζω νίκη.

    εκφρ.
    быть в -е – α) είμαι κερδισμένος•
    ему достался большой выигрыш – του ‘πέσε μεγάλο λαχείο, β) ωφελούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > выигрыш

  • 5 лотерея

    θ.
    λοταρία, λαχείο, λότος.

    Большой русско-греческий словарь > лотерея

  • 6 проиграть

    -аго, -аешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проигранный, βρ: -гран, -а, -о
    ρ.σ.
    1. χάνω, νικιέμαι, ηττώμαι•

    проиграть дело χάνω την υπόθεση•

    проиграть пари χάνω το στοίχημα•

    проиграть сражение χάνω τη μάχη•

    проиграть судебный процесс χάνω τη δίκη•

    проиграть партию в шахматы χάνω την παρτίδα στο σκάκι.

    || ξεπέφτω•

    проиграть в мнении товарищей ξεπέφτω στη συνείδηση των συντρόφων.

    2. χάνω στο παιγνίδι (χαρτιά, λοταρια κ.τ. τ.).
    3. εκτελώ, παίζω•

    проиграть мазурку на рояле παίζωμαζούρκα στο πιάνο•

    проиграть пластинку παίζωδίσκο γραμμοφώνου.

    4. παίζω•

    дети весь день проигратьли на дворе τα παιδιά όλη τη μέρα έπαιξανστην αυλή.

    || χάνω (λόγω παιγνιδιού)•

    дети проигратьли обед τα παιδιά έχασαν το γεύμα, γιατί έπαιζαν.

    χάνω στα τυχερά παιγνίδια.

    Большой русско-греческий словарь > проиграть

  • 7 разыграть

    ρ.σ.μ.
    1. παίζω (μουσικό ή θεατρικό έργο).
    2. παίζω, κάνω συνδυασμούς•

    разыграть хорошо мяч παίζω καλά μπάλλα ή το τόπι•

    хорошо разыграть партию в шахматы παίζω καλά την παρτίδα στο σκάκι•

    разыграть в лотарею παίζω στη λοταρία, στο λαχείο•

    разыграть в жребию παίζω στα ζάρια.

    3. παρασταίνω, προσποιούμαι τον...
    4. διακυβεύω, ριψοκινδυνεύω.
    5. βλ. одурачить. || разыграть дурака την παθαίνω σα βλάκας.
    1. παίζω•

    дети -лись, спать не хотят τα παιδιά έπαιξαν, να κοιμηθούν δε θέλουν.

    || προεξασκούμαι, προγυμνάζομαι, προπονούμαι• προπαρασκευάζομαι.
    2. υπερεκτείνομαι• σφοδρύνομαι• γιγαντώνομαι.
    3. ξεσπώ• διεξάγομαι, γίνομαι•

    -лся скандал ξέσπασε καβγάς•

    разыграть бой έγινε μάχη•

    буря -лась θύελλ.α ξέσπασε.

    Большой русско-греческий словарь > разыграть

См. также в других словарях:

  • λοταρία — η (λ. ιταλ.), τυχερό παιχνίδι με λαχνούς, λαχείο: Έχασε την περιουσία του στη λοταρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λοταρία — η 1. τυχερό παιχνίδι κατά το οποίο κερδίζουν μικροαντικείμενα οι τυχεροί που αναδεικνύονται με κλήρωση 2. κάθε είδος λαχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. lotaria] …   Dictionary of Greek

  • λοταριτζής — και λοταρτζής, ο αυτός που διενεργεί λοταρία ή αυτός που παίζει σε λοταρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοταρία + κατάλ. τζής*] …   Dictionary of Greek

  • παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… …   Dictionary of Greek

  • λοταρ(ι)τζής — ο αυτός που έχει ως επάγγελμα να παίζει λοταρία: Του έφαγαν τα λεφτά οι λοταρτζήδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λότ(τ)ο — το άκλ., και λότος, ο (λ. ιταλ.), λοταρία, λαχείο: Κέρδισα στο λότο ένα αυτοκίνητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»